- Κεμπέκ
- I
(Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν και με τις καναδικές επαρχίες του Οντάριο στα ΝΔ, του Νιου Μπρούνσγουικ στα ΝΑ και της Νέας Γης στα ΒΑ. Βρέχεται Δ από τον κόλπο Τζέιμς, ΒΔ από τον κόλπο Χάντσον, Β από τον πορθμό του Χάντσον και τον κόλπο Ενγκάβα, ΝΑ από τις εκβολές και τον κόλπο του Σεντ Λόρενς. Η επαρχία περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της χερσονήσου του Λαμπραντόρ και εκτεταμένο τμήμα του συστήματος των Απαλαχίων, με τα όρη Νοτρ Νταμ και τη χερσόνησο Γκασπέ. Διακρίνεται σε τρεις γεωγραφικές περιοχές, που διαφέρουν η μία από την άλλη: στην Καναδική Ασπίδα, στην περιοχή των Απαλαχίων και στην πεδινή κατοικημένη περιοχή του Σεντ Λόρενς. Η Καναδική Ασπίδα καταλαμβάνει το 90% της επαρχίας, αποτελείται κυρίως από αρχαία πετρώματα γρανίτη και γνευσίτη, είναι επίπεδη, με πολλές λίμνες. Εκεί βρίσκονται και τα γεμάτα δάση όρη Λορέντιαν, που φτάνουν σε ύψος 968 μ. Η περιοχή των Απαλαχίων αποτελεί επέκταση των Απαλαχίων ορέων των Ηνωμένων Πολιτειών.Οι μεγαλύτερες λίμνες του Κ. είναι η Μιστασίνι, η Κανιαπίσκαου, η Κλιαργουότερ, η Πέιν, η Σεντ Τζον, η Νιτσίκουν, η Μίντο και η Μανουάν. Κυριότεροι από τους ποταμούς είναι ο Σεντ Λόρενς και ο Οτάβα με τους αριστερούς παραποτάμους του.Η οικονομία της επαρχίας βασίζεται στην εξόρυξη ορυκτών (σιδήρου, χρυσού, αργύρου, ψευδαργύρου, χαλκού, βρωμίου, μολύβδου και αμιάντου), στην αλιεία, στην εκμετάλλευση των δασών, στην κτηνοτροφία βοοειδών και προβάτων, στη γεωργία (σιτηρά, κηπουρικά, οπωρικά, λινάρι, καπνός, πατάτες, κτηνοτροφικά) και στη βιομηχανία (μεταλλουργική, σιδηρουργική, υφαντουργική, χημικές βιομηχανίες, ναυπηγική, βιομηχανίες τροφίμων, ξύλου και χαρτιού). Τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, εκτός από την πρωτεύουσα, είναι το Μόντρεαλ (Montréal, 3.426.350 κάτ. το 2001), η Τρουά Ριβιέρ (Trois-Rivières, 137.507 κάτ. το 2001) και η Σέρμπρουκ (Sherbrooke, 153.811 κάτ. το 2001).Ιστορία. Η περιοχή εξερευνήθηκε από τον Ζακ Καρτιέ το 1534 και αποικίστηκε τον 17o αι. Οργανώθηκε σε επαρχία με την ονομασία Νέα Γαλλία το 1608, αλλά κατακτήθηκε από τους Άγγλους το 1629. Το 1632 αποδόθηκε στη Γαλλία. Με τη συνθήκη του Παρισιού, το 1763, η Γαλλία παραχώρησε την αποικία της Νέας Γαλλίας ή Κ. στους Άγγλους, ενώ το 1867 έγινε μία από τις τέσσερις πρώτες επαρχίες της Καναδικής Ομοσπονδίας.Το ζήτημα της πολιτικής αυτοδιάθεσης του Κ. υφίσταται από τη δεκαετία του 1970. Στις επαρχιακές εκλογές του 1976 το Κόμμα του Κ. ήρθε στην εξουσία και τον επόμενο χρόνο επέβαλε τη γαλλική ως επίσημη γλώσσα στην εκπαίδευση, στο εμπόριο και στη διοίκηση. Tο 1977 το Κόμμα του K. διεκδίκησε την κυριαρχία της επαρχίας αυτής, αλλά αργότερα η ηγεσία του κόμματος αρνήθηκε ότι διεκδικούσε μονομερή απόσχιση του Κ. και τόνισε ότι επιθυμούσε μια κυριαρχία-σύνδεση με νομισματική και τελωνειακή ένωση. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν σε δημοψήφισμα του 1980 με ένα ποσοστό 59,5%. Tον Δεκέμβριο του 1985 το Κόμμα του K. αντικαταστάθηκε στη διακυβέρνηση της επαρχίας από τους Φιλελεύθερους, οι οποίοι διατήρησαν την εξουσία και στις εκλογές του 1989, μολονότι το Kόμμα του K. εξασφάλισε το 40% των ψήφων. Tον Aπρίλιο του 1987 ο πρωθυπουργός Mπράιαν Mαλρόνι και όλοι οι πρωθυπουργοί των επαρχιών συναντήθηκαν στο Mιτ Λέικ για τη διευθέτηση του ζητήματος του Κ. H συμφωνία που προέκυψε αναγνώριζε το Κ. ως διακριτή κοινωνία μέσα στην Καναδική Ομοσπονδία και παραχωρούσε ουσιαστικές νέες εξουσίες σε κάθε επαρχία. Tο 1990 το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο και δέκα από τα δώδεκα επαρχιακά κοινοβούλια ενέκριναν τη συμφωνία. Tον επόμενο χρόνο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες απαιτούσαν την έγκριση μόνο επτά επαρχιών για να τεθούν σε ισχύ. Mε το νέο σχέδιο το Κ. θα αναγνωριζόταν ως ξεχωριστή κοινωνία όσον αφορά τη γλώσσα, τον πολιτισμό και το νομικό σύστημα, ενώ η κάθε επαρχία θα είχε πλήρη έλεγχο των πολιτιστικών της υποθέσεων. Τον Mάρτιο του 1992 μια νέα διακομματική επιτροπή πρότεινε ένα σύστημα συνεταιρικής ομοσπονδίας, βάσει του οποίου το K. αποκτούσε το δικαίωμα του βέτο σε μελλοντικές συνταγματικές αλλαγές. Ωστόσο, και το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από την κυβέρνηση του Κ. Την ίδια χρονιά διαμορφώθηκε ένα νέο πρόγραμμα συνταγματικών μεταρρυθμίσεων για να τεθεί σε δημοψήφισμα. Oι προτάσεις του έγιναν αποδεκτές από όλους τους πρωθυπουργούς των επαρχιών και, σύμφωνα με αυτό, το Κ. εξασφάλιζε μονίμως το 1/4 των εδρών στην ομοσπονδιακή βουλή. Ωστόσο, οι νέες αυτές προτάσεις στο δημοψήφισμα του 1992 απορρίφθηκαν με ένα ποσοστό 54,4%.H ήττα στο δημοψήφισμα και η οικονομική κατάσταση οδήγησαν στην πτώση της δημοτικότητας της κυβέρνησης και του Mαλρόνι, ο οποίος παραιτήθηκε. Τον διαδέχθηκε η Kιμ Kάμπελ, πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός του Kαναδά. Στις εκλογές του 1993 οι Φιλελεύθεροι, με επικεφαλής τον Zαν Kρετιέν, σημείωσαν σημαντική νίκη και το Mπλοκ του K. αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, ανακοινώνοντας ότι θα επεδίωκε την εξασφάλιση πλήρους κυριαρχίας για το Κ.Tο ζήτημα της απόσχισης της επαρχίας τέθηκε ξανά στις επαρχιακές εκλογές του 1994, στις οποίες το Kόμμα του K., με επικεφαλής τον Zακ Παριζό, νίκησε το κυβερνητικό Φιλελεύθερο Kόμμα με 44,7%. O Παριζό υποστηρίχθηκε και από το Mπλοκ του K. και στα τέλη του 1994 ξεκίνησε τη διαδικασία για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με στόχο την αποχώρηση του K. από την ομοσπονδία του Kαναδά. Tο δημοψήφισμα έγινε στα τέλη Oκτωβρίου 1995. Οι υπέρμαχοι της απόσχισης ηττήθηκαν, συγκεντρώνοντας το 49,44%, ενώ οι οπαδοί της διατήρησης του Κ. στον Kαναδά συγκέντρωσαν ποσοστό 50,56%. Η ήττα του αποσχιστικού κινήματος έγινε δεκτή με ανακούφιση από την κυβέρνηση του Zαν Kρετιέν, ο οποίος υποσχέθηκε αμέσως μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της συναίνεσης των κατοίκων του Κ., αλλά και από το εξωτερικό. Τον Σεπτέμβριο του 1997 κοινοποιήθηκε η διακήρυξη του Κάλγκαρι, όπως έγινε γνωστή, που χαρακτήριζε τη γαλλόφωνη επαρχία ως περιοχή με «ιδιαίτερο χαρακτήρα». Τον επόμενο χρόνο το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Καναδά απεφάνθη ότι το Κ. δεν μπορεί μονομερώς να αποφασίσει για την ανεξαρτησία του, ακόμη και αν η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής εγκρίνει με δημοψήφισμα κάτι τέτοιο. Στις αρχές του 2001 ο πρωθυπουργός της επαρχίας του Κ. και ηγέτης του Μπλοκ Κεμπεκουά, Λισιέν Μπουσάρ παραιτήθηκε από το αξίωμά του, καταγγέλλοντας υποχωρητική τακτική του κόμματος του στο ζήτημα της αυτονόμησης της επαρχίας.
Παραλία στο κόλπο του Σεντ Λόρενς κοντά στη χερσόνησο Γκασπέ του Κεμπέκ (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
IIΜερική άποψη της πόλης Μόντρεαλ, στην επαρχία Κεμπέκ του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Πόλη (πληθυσμός μητροπολιτικής περιφέρειας 682.757 κάτ. το 2001) του Καναδά, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Σεντ Λόρενς και Σεντ Τσαρλς. Ο πληθυσμός της, κατά μεγάλο ποσοστό, είναι γαλλόφωνος και η πόλη βρίσκεται στον ιδεολογικό πυρήνα του γαλλικού Καναδά. Αποτελεί σημαντικό λιμάνι και βιομηχανικό, πολιτιστικό, διοικητικό και τουριστικό κέντρο. Οι κυριότερες βιομηχανίες είναι η ναυπηγική και ο τουρισμός. Επίσης, υπάρχουν βιομηχανίες χαρτιού, δερμάτινων ειδών, υφασμάτων, ενδυμάτων, μηχανημάτων, τροφίμων και οινοπνευματωδών ποτών.Mοναδικό σε ολόκληρη τη βορειοαμερικανική ήπειρο, το Κ. έχει τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία μιας παλιάς γαλλικής πόλης του 18ου αι. Αποτελείται από την Άνω Πόλη –που είναι χτισμένη πάνω σε λοφοσειρά, 91 μ. ψηλότερα από τον ποταμό Σεντ Λόρενς– και την Κάτω Πόλη, η οποία εκτείνεται κατά μήκος του ίδιου ποταμού, πίσω από τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Τα δύο τμήματα της πόλης συνδέονται με ελικοειδείς δρόμους. O αστικός πυρήνας, ο οποίος εκτείνεται στο ακρωτήριο Nτάιαμοντ, διατηρεί ακόμα την επιβλητική του ακρόπολη με τείχη, στενούς δρόμους και αρχαία κτίρια. Ανάμεσα στα σημαντικότερα μνημεία της περιλαμβάνονται το γενικό νοσοκομείο, η ιερατική σχολή (1663), το μοναστήρι των Ουρσουλίνων (1639) με τις αξιόλογες διακοσμήσεις του 18ου αι., η βασιλική της Nοτρ-Nταμ (1647) και ο αγγλικανικός καθεδρικός ναός του Aγίου Πνεύματος (1804), το φρούριο (1823), το κάστρο Φροντενάκ (1889). H πόλη φιλοξενεί το πανεπιστήμιο Λαβάλ (1852), πολυάριθμα μουσεία, βιβλιοθήκες, αστεροσκοπείο και αίθουσες συναυλιών.Ιστορία. Η τοποθεσία όπου βρίσκεται η πόλη εξερευνήθηκε από τον Ζακ Καρτιέ το 1534, αλλά ο πρώτος οικισμός αποίκων ιδρύθηκε από Γάλλους, με αρχηγό τον Σαμπλέν, το 1608. Αφού αποτέλεσε για πολύ καιρό αντικείμενο των διεκδικήσεων Γάλλων και Άγγλων, περιήλθε το 1763 στη Μεγάλη Βρετανία. Από το 1663 υπήρξε πρωτεύουσα της γαλλικής επαρχίας της Νέας Γαλλίας, από το 1791 του Κάτω Καναδά (LowerCanada) και από το 1841 έως το 1867 του Καναδά (μέχρι δηλαδή τη συγκρότηση της Καναδικής Ομοσπονδίας, που ιδρύθηκε στην πόλη αυτή το 1867). Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου πραγματοποιήθηκαν εκεί πολλές διασκέψεις κορυφής των Συμμάχων.Το Κεμπέκ είναι μία ιστορική, ρομαντική και γοητευτική πόλη, με πολλά αξιοθέατα (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ο Έλληνας πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος με τον πρώην πρωθυπουργό του Κεμπέκ Λισιέν Μπουσάρ, στο κέντρο της ελληνικής κοινότητας του Μόντρεαλ, το 2000 (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.